- παλλακία
- η (Α παλλακία)βλ. παλλακεία.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
παλλακίᾳ — παλλακίαι , παλλακία concubinage fem nom/voc pl παλλακίᾱͅ , παλλακία concubinage fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παλλάκια — παλλάκιον neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παλλακίαν — παλλακίᾱν , παλλακία concubinage fem acc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παλλακεία — Θεσμός που ίσχυε στην αρχαία Ελλάδα παράλληλα με τον γάμο, και που σήμαινε τη χωρίς γάμο συμβίωση άνδρα και γυναίκας. Η παλλακή ή πολλακίδα ήταν κάτι ανάμεσα σε νόμιμη σύζυγο και εταίρα. Η παλλακίδα περιποιόταν τον άνδρα, επειδή η σύζυγος ήταν… … Dictionary of Greek